- καρποφόρου
- καρπόφοροςfruit-bearingmasc/fem/neut gen sgκαρποφόροςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плодовитыи — (15) пр. 1.Плодовитый, обильный плодами: Оубо Лѹцѣ на древѣ маслиници плодовитѣ распѧтѹ бывшю, не ѡбрѣтаѥмо дрѣво сѹхо на мѣсте, да створѧть кр(с)тъ. (καρποφόρου) ГА XIV1, 158б; и землѧ всѧку траву сѣмениту и древа плодовита˫а на твою службу… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κάλλιστος — I (9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους… … Dictionary of Greek
καρποφόρος — ο θηλ. και α (AM καρποφόρος, ον) αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.) νεοελλ. 1. ο αποτελεσματικός 2. ο επικερδής, ο ωφέλιμος αρχ. 1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά… … Dictionary of Greek
οστιόλη — η (μυκητ.) α) η οπή, το άνοιγμα τού πυκνιδίου ενός μύκητα β) σωληνοειδής δομή τού ασκοκαρπίου, δηλαδή τού καρποφόρου που φέρει τους ασκούς τού μύκητα, η οποία είναι εσωτερικά επιστρωμένη με επιφύσεις και καταλήγει σε οπή … Dictionary of Greek
περίδιο — το, Ν (μυκητ.) το εξωτερικό τοίχωμα ενός καρποφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peridium (< πηρίδιον < πῆρα «θύλακος»)] … Dictionary of Greek
σφαιροβόλος — ο, η, Ν 1. αθλητής που μετέχει στο αγώνισμα τής σφαιροβολίας 2. (το αρσ.) (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη νιδουλαριώδη τής κλάσης γαστερομύκητες και περιλαμβάνει κοσμοπολίτικα σαπροφυτικά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από τη σε … Dictionary of Greek